καταψυκτικός

καταψυκτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί μεγάλη ψύξη: Θέλει καταψυκτική εγκατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταψυκτικός — ή, ό (Α καταψυκτικός, ή, όν) [καταψύχω] νεοελλ. αυτός που επιφέρει κατάψυξη αρχ. δροσιστικός …   Dictionary of Greek

  • καταψυκτικά — καταψυκτικός cooling neut nom/voc/acc pl καταψυκτικά̱ , καταψυκτικός cooling fem nom/voc/acc dual καταψυκτικά̱ , καταψυκτικός cooling fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικόν — καταψυκτικός cooling masc acc sg καταψυκτικός cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικοῖς — καταψυκτικός cooling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικοῦ — καταψυκτικός cooling masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτικῇ — καταψυκτικός cooling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτική — καταψυκτικός cooling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυκτήριος — ια, ο [καταψύχω] αυτός που επιφέρει κατάψυξη, καταψυκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”